- ανεπεξέργαστος
- η , ο [ος , ον ] прям. , перен. необработанный, сырой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεπεξέργαστος — not wrought out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπεξέργαστος — η, ο (Μ ἀνεπεξέργαστος, ον) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν, ατελής, ασυμπλήρωτος, αδούλευτος … Dictionary of Greek
ανεπεξέργαστος — η, ο αυτός που δεν υποβλήθηκε σε επεξεργασία: Το έργο που άφησε σε αρκετά σημεία είναι ανεπεξέργαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεπεξέργαστον — ἀνεπεξέργαστος not wrought out masc/fem acc sg ἀνεπεξέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπεξεργάστοις — ἀνεπεξέργαστος not wrought out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπεξέργαστα — ἀνεπεξέργαστος not wrought out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek
αδιέργαστος — η, ο (Α ἀδιέργαστος, ον) [διεργάζομαι] αυτός που δεν τού έγινε ολοκληρωμένη επεξεργασία, αδούλευτος, ανεπεξέργαστος, ατελείωτος … Dictionary of Greek
αδιεξέργαστος — η, ο (Α ἀδιεξέργαστος, ον) [διεξεργάζομαι] νεοελλ. ανεπεξέργαστος, ακατέργαστος αρχ. αυτός που δεν περατώθηκε, ο ατελείωτος … Dictionary of Greek
ανεξέργαστος — η, ο (Α ἀνεξέργαστος, ον) νεοελλ. ο ανεπεξέργαστος αρχ. ο ατελής, ο μισοτελειωμένος … Dictionary of Greek
ασαπής — ές (AM ἀσαπής, ές) [σήπομαι] αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος αρχ. ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος) … Dictionary of Greek